τσαρουχάδικο

τσαρουχάδικο
το
εργαστήριο κατασκευής τσαρουχιών ή κατάστημα που τα πουλάει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσαρουχάδικο — το, Ν εργαστήριο κατασκευής ή κατάστημα πώλησης τσαρουχιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσαρουχαδ τού πληθ. τσαρουχάδες τής λ. τσαρουχάς + κατάλ. ικο (πρβλ. γαλατάδ ικο)] …   Dictionary of Greek

  • καβαφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιητή Καβάφη («καβαφική ποίηση»). η, ο [καβάφης] 1. κακότεχνος, κακοφτιαγμένος, κατώτερης ποιότητας («καβάφικη δουλειά») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καβάφικα περιοχή ή συνοικία όπου υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”